Translate

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Είναι Έλληνες όσοι είναι «μετέχοντες της ελληνικής παιδείας»;

Εις βάθος ανάλυση του επίμαχου εδαφίου του Ισοκράτη – Τι εννοούσε πραγματικά;
Του Παπαγιαννάκη Δημητρίου                                                                                                                                                                      
Ο προβληματισμός της ελληνικής ταυτότητας δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, αλλά αποτελεί μήλον της έριδος από την αρχαιότητα ακόμα. Η αναζήτηση της ταυτότητάς μας είναι σημείο των καιρών. Σε κάθε κοινωνικοπολιτική κρίση ο έλληνας αναζητά την ταυτότητά του, προκειμένου να βρει κοινή αφετηρία ώστε να ενωθεί με τους ομοίους του και να αντιμετωπίσει την -ξένη- απειλή.Ο ελληνισμός καθαυτός υπήρξε ανά τα χρόνια ασπίδα προστασίας από το ξένο στοιχείο, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. 
 Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί ο πανηγυρικός λόγος του Ισοκράτη για τον οποίο χρειάστηκαν παραπάνω από δέκα έτη ώσπου να φτάσει στην τελική μορφή του και να απαγγελθεί τελικά στην εκαστοστή Ολυμπιάδα του 380 π.Χ. Παρακάτω θα αναλυθεί το εδάφιο 50 του πανηγυρικού στο οποίο ο Ισοκράτης αντιπαραθέτει τη μόρφωση και την καταγωγή ως τις δύο υποψήφιες προϋποθέσεις για καλείται ο κάποιος έλληνας πολίτης.
Ποιός είναι ο Ισοκράτης;
Ο Ισοκράτης γεννήθηκε το 436 π.Χ. και πέθανε το 338 π.Χ., έζησε και έγραψε στο ίδιο πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο του Πελοποννησιακού πολέμου και τη μεταβατική περίοδο από τον αποκαλούμενο χρυσό αιώνα στην περίοδο παρακμής της αθηναϊκής πόλης-κράτους. Γόνος της πλούσιας οικογένειας ενός κατασκευαστή αυλών είχε την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και μαθήτευσε σε αρκετούς Σοφιστές, όπως και στον Σωκράτη. Η οικογένειά του έχασε τα χρήματά της στον πόλεμο και ο Ισοκράτης αντιμετώπισε το δίλημμα της διαβίωσης. Έγινε δικηγόρος, λογογράφος για τα δικαστήρια επί δέκα περίπου χρόνια. Κάποιοι από τους λόγους που έγραψε σώζονται, αν και ο ίδιος αρνείται πως είναι δικοί του. Επιθυμούσε απ’ ό,τι φαίνεται να γίνει ρήτορας, αλλά στερείτο της απαραίτητης δυνατής φωνής και της σκηνικής παρουσίας που απαιτείτο για αυτή την τέχνη. Έτσι, αποφάσισε να γίνει διδάσκαλος της ρητορικής, γεγονός που του απέδωσε και φήμη και χρήματα. Προσέλκυσε μαθητές από όλες τις γωνιές του ελληνόφωνου κόσμου και πολλοί από αυτούς έγιναν σημαντικοί ηγέτες της εποχής του. Ο Ισοκράτης πέθανε στην ηλικία των 98 χρόνων. Σύμφωνα με την παράδοση αυτοκτόνησε με τη μέθοδο της λιμοκτονίας, όταν άκουσε τα νέα για την κατάκτηση του Φιλίππου στη μάχη της Χαιρώνειας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο, αφού ήταν από εκείνους που ενθάρρυναν τον Φίλιππο να το πράξει.
Ιστορικό πλαίσιο
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του επίμαχου εδαφίου, κρίνω σκόπιμο να κάνω μία ιστορική αναδρομή στα γεγονότα που συντέλεσαν και επηρέασαν το λόγο του Ισοκράτη.Το 431 π.Χ. ξεσπά η πρώτη από τις 3 φάσεις του Πελοποννησιακού πολέμου. Πρωταγωνιστές του πολεμικού σκηνικού είναι από τη μία πλευρά η Αθήνα με συμμάχους τις Πλαταιές, τις περισσότερες πόλεις της Ακαρνανίας, πόλεις της Θεσσαλίας, η Ναύπακτος, η Χίος, η Λέσβος (που αποστάτησε αλλά την επανέφεραν στη συμμαχία) και πολλά νησιά του Αιγαίου, όπως και πόλεις της Ιωνίας και του Ελλησπόντου. Από τα νησιά του Ιονίου και τη Μεγάλη Ελλάδα, η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος και μερικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας.
Αντίπαλοί τους ήταν οι Σπαρτιάτες με συμμάχους την Κόρινθο και όλες τις πελοποννησιακές πόλεις (εκτός από των Αργείων και των Αχαιών, αν και πολλές αχαϊκές πόλεις στη συνέχεια μετέβαλαν στάση), τα Μέγαρα και όλες τις πόλεις της Βοιωτίας (εκτός των Πλαταιών), μερικές πόλεις της Αιτωλίας, τη Φωκίδα, την Αμβρακία και τις πόλεις που κατοικούνταν από τους Λοκρούς. Από το Ιόνιο σύμμαχοί τους ήταν οι Λευκαδίτες και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία, μεταξύ άλλων, ο Τάρας (σημερινό Ταράντο) και οι Συρακούσες.
Η αιτία του πολέμου ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη, αναφέρει ο Θουκυδίδης. Αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους όλη η Ελλάδα ενεπλάκη σε αυτό τον καταστροφικό πόλεμο, θεωρούνται ότι ήταν οι εξής:
1
Αυτή καθαυτή η απόπειρα της Αθήνας να δημιουργήσει ισχυρό ιμπεριαλιστικό εμπορικό κράτος, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις των άλλων πόλεων της Συμμαχίας(που είχε δημιουργηθεί αποκλειστικά για την αναχαίτιση των Περσών) που δυσαρεστούνταν με την απώλεια της ανεξαρτησίας τους και με τη μετατροπή τους σε απλές διοικητικές περιφέρειες του κράτους των Αθηνών καθώς και η μεταφορά του ταμείου όλων των Ελλήνων που είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση των Περσών, χωρίς έγκριση, από το ιερό νησί της Δήλου στην Αθήνα και τη διοχέτευση των πόρων αυτών αποκλειστικά για τη δημιουργία της “Αθηναϊκής αυτοκρατορίας”.
2) Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των αριστοκρατικών στις συμμαχικές πόλεις των Αθηνών, στις οποίες μόνον οι έμποροι και οι βιοτέχνες έβλεπαν θετικά την αθηναϊκή ηγεμονία. Οι γαιοκτήμονες και γενικά τα αριστοκρατικά κόμματα επεδίωκαν την ανατροπή του «αθηναϊκού κατεστημένου».
3) Τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα των περισσότερων πόλεων της Ελλάδας και του ευρύτερου Ελληνικού Μεσογειακού χώρου, οι οποίες ακόμα και όταν διοικούνταν από δημοκρατικά κόμματα, έβλεπαν ότι η ανάπτυξη του αθηναϊκού εμπορίου συνιστούσε άμεση απειλή για το δικό τους.
4) Οι αντικειμενικές δυνατότητες της Σπάρτης να επιβιώσει στο νέο σχήμα, μη έχοντας ανεπτυγμένο τομέα εμπορίου και διαβλέποντας ότι είχε μακροπρόθεσμα μόνον δύο επιλογές: Ή να αποδεχτεί το μελλοντικά βέβαιο υποβιβασμό της από την πρωτοκαθεδρία που κατείχε ήδη ή να πολεμήσει για να αποδείξει εκ νέου τη θέση της στην ηγεσία της Ελλάδας.
5) Οι σημαντικές πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στην αθηναϊκή κοινωνία και τη σπαρτιατική και τέλος
6) τα συμφέροντα των Περσών, που υπεισήλθαν στην πορεία του πολέμου και όχι εξαρχής και τα οποία πάντως χρηματοδότησαν και τροφοδότησαν σε κρίσιμες στιγμές τις ενδοελληνικές διαμάχες.
Η λήξη του πολέμου ξεκινά με τους σπαρτιάτες να συγκαλούν συνέδριο στη Σπάρτη για να αποφασιστεί η σύναψη της ειρήνης. Οι σύμμαχοι της Σπάρτης απαίτησαν να ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά η Αθήνα και όλοι οι κάτοικοί της να γίνουν δούλοι. Οι Σπαρτιάτες όμως δείχνοντας μεγαλοψυχία και αναλογιζόμενοι την προσφορά της Αθήνας κατά τους Περσικούς Πολέμους αρνήθηκαν να την καταστρέψουν και να υποδουλώσουν τους κατοίκους και δέχτηκαν να συνάψουν ειρήνη με τους παρακάτω όρους, ουσιαστικά σώζοντας την απ’ την οργή των υπόλοιπων Ελλήνων, αφού καμία πόλη δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την απόφαση τους: Οι Αθηναίοι να παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από 12, να κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να επανέλθουν όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι και οι Αθηναίοι να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους.
Ο πόλεμος είναι το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας και επηρέασε καθοριστικά τον Ελλαδικό κόσμο. Σχεδόν όλες οι Ελληνικές πόλεις πήραν μέρος σε αυτόν και οι πολεμικές συρράξεις έλαβαν χώρα σε όλον σχεδόν τον ελληνόφωνο κόσμο. Γι’ αυτό και ονομάζεται από νεώτερους ερευνητές «αρχαίος παγκόσμιος πόλεμος».
Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, σύμμαχοι της Σπάρτης έγιναν οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και η Περσική Αυτοκρατορία και, στα χρόνια που ακολούθησαν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αρκετά νησιά του Αιγαίου Πέλαγους υποτάχθηκαν στη Σπάρτη. Παρά τη νίκη της στον πόλεμο, η Σπάρτη απέκτησε μόνο κατεστραμμένες περιοχές καθώς και τους φόρους προς τη Δηλιακή Συμμαχία.Η συμμαχία άρχισε να καταρρέει όταν, το 402 π.Χ, η Σπάρτη επιτέθηκε στην Ήλιδα, μέλος της Πελοποννησιακής (αλλιώς Σπαρτιατικής) Συμμαχίας. Τότε η Κόρινθος και η Θήβα αρνήθηκαν να βοηθήσουν τη Σπάρτη να καταλάβει την Ήλιδα. Στη συνέχεια, η Θήβα, η Κόρινθος και η Αθήνα αρνήθηκαν να βοηθήσουν τη Σπάρτη στην κατά των Περσών εκστρατεία της στην Ιωνία το 398 π.Χ, με τους Θηβαίους να φτάνουν στο σημείο να διαταράξουν μια θυσία του βασιλιά Αγησίλαου Β’, πριν την αναχώρησή του. Παρά την απουσία των συμμάχων της, η Σπάρτη νίκησε τους Πέρσες στη Λυδία και έφτασε μέχρι τις Σάρδεις. Ο σατράπης Τισσαφέρνης εκτελέστηκε για τις ήττες στις μάχες κατά του Αγησίλαου και ο διάδοχος του, Τιθραύστης, δωροδόκησε τους Σπαρτιάτες για να κινηθούν προς τα νότια, στη σατραπεία του Φαρνάβαζου. Ο Αγησίλαος έτσι και έπραξε, αλλά ταυτόχρονα ετοίμαζε τον στόλο του.
Ανίκανος να νικήσει τον στρατό του Αγησίλαου, ο Φαρνάβαζος αποφάσισε πώς ο μόνος τρόπος για να νικήσει τον Αγησίλαο ήταν να προκαλέσει αναταραχές στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ζήτησε από τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο να δωροδοκήσει άλλες πόλεις και να τις πείσει να αρχίσουν πόλεμο κατά της Σπάρτης, έτσι ώστε να αναγκάσει τον Αγησίλαο να επιστρέψει στη Σπάρτη. Ο Τιμοκράτης επισκέφθηκε την Αθήνα, τη Θήβα, την Κόρινθο και το Άργος και έπεισε τους τοπικούς άρχοντες να δημιουργήσουν αντι-σπαρτιατική συμμαχία.
Με αυτά τα γεγονότα ξεσπά ο Κορινθιακός Πόλεμος που διήρκεσε από το 395 μέχρι το 387 π.Χ, με αντίπαλους τη Σπάρτη και τους σύμμαχους της από τη μια πλευρά, και την Αθήνα, το Άργος, την Κόρινθο, τη Θήβα και την Περσία από την άλλη. Ο πόλεμος διεξήχθη σε δύο μέτωπα, στην Κόρινθο και στη Θήβα (χερσαίο μέτωπο) και στο Αιγαίο Πέλαγος (θαλάσσιο μέτωπο). Στο χερσαίο μέτωπο, οι Σπαρτιάτες είχαν αρκετές επιτυχίες, αλλά δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα που απέκτησαν. Στη θάλασσα, οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν από τον περσικό στόλο στις αρχές του πολέμου, και με αυτό το γεγονός έληξαν οι προσπάθειες της Σπάρτης για υπεροχή στη θάλασσα. Εκμεταλλευόμενη αυτό το γεγονός, η Αθήνα διεξήγαγε αρκετές θαλάσσιες εκστρατείες μετά το τέλος του πολέμου και επέκτεινε την ηγεμονία της. Οι πόλεις, τις οποίες κατέλαβαν οι Αθηναίοι, έγιναν μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας. Τρομαγμένη από τις επιτυχίες της Αθήνας, η Περσία διέλυσε τη συμμαχία μαζί της και συμμάχησε με την Σπάρτη. Αυτό το γεγονός ανάγκασε τις συγκρουόμενες πλευρές να υπογράψουν συμφωνία ειρήνης.
Η Ανταλκίδειος ειρήνη (γνωστή και ως Βασίλειος ειρήνη) υπογράφτηκε το 387 π.Χ και είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη του πολέμου. Η Ιωνία θα βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Περσών, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες. Η συμφωνία ειρήνης έδειξε την ικανότητα της Περσίας να παρεμβαίνει με επιτυχία στην ελληνική πολιτική και επιβεβαίωσε την ηγεμονία της Σπάρτης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Ο λόγος του Ισοκράτη
Με αυτά γεγονότα γίνεται κατανοητό ότι η Αθήνα έχει πλέον παρακμάσει. Η παλαιά της αίγλη έχει πλέον σβήσει και δεν είναι στρατιωτικά ισχυρή όπως παλαιότερα. Γι αυτό το λόγο ο Ισοκράτης προσπαθεί μέσω του πανηγυρικού του λόγου να ενώσει τους έλληνες υπό τη σκέπη της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Έτσι στρέφεται στο χώρο του πολιτισμού, όπου η πόλη του είχε τα πρωτεία. Έτσι η ημετέρα παίδευση είναι η Αθηναϊκή (όχι η Ελληνική γενικά αλλά συγκεκριμένα η Αθηναϊκή) και καλεί τους ΄Ελληνες να ενωθούν υπό τη σκέπη της, κατ΄ αυτόν, πνευματικής τους μητέρας. Με τον λόγο αυτόν, ο Ισοκράτης απευθύνεται στον ελληνικό λαό.
Το πρώτο μέρος του, το επιδεικτικό, αποτελεί ένα εγκώμιο της Αθήνας, προσπαθώντας να υπενθυμίσει ότι παρά τη στρατιωτική παρακμή της, παραμένει μία πασίγνωστη παγκοσμίως πόλη, ενώ στο δεύτερο, το συμβουλευτικό, διατυπώνει το όραμά του για την ένωση των Ελλήνων και την από κοινού αντιμετώπιση των βαρβάρων, αφού οι βάρβαροι μπορούσαν πλέον να ασκήσουν πίεση και έλεγχο στα εσωτερικά των ελληνικών πόλεων.
Η παραπάνω ιστορική αναδρομή κρίνεται αναγκαία για να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθήνα και στον Ελλαδικό χώρο γενικότερα προκειμένου να αξιολογήσουμε και να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Ισοκράτης έγραψε τον πανηγυρικό του λόγο. Στο εδάφιο 50 του Πανηγυρικού του λόγου, λοιπόν, ο Ισοκράτης αναφέρει:
Tοσοῦτον δ’ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ’ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας παρά τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.
Μετάφραση: Η πόλη μας, τόσο έχει αφήσει πίσω της ως προς τη φρόνηση τους άλλους ανθρώπους, ώστε οι μαθητές αυτής έγιναν διδάσκαλοι άλλων και το όνομα των Ελλήνων έχει κάνει να φαίνεται ότι δεν είναι χαρακτηριστικὸ του γένους αλλά της διανοίας και να αποκαλούνται Έλληνες μάλλον όσοι συμμετέχουν στη δική μας εκπαίδευση παρὰ (όσοι συμμετέχουν) στην κοινή μας φύση (καταγωγή).
Εναλλακτική μετάφραση (Μ. Πρωτοψάλτης, «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, Ι. Ζαχαρόπουλος»): Είναι δε τόσο μεγάλη η απόσταση που χωρίζει την πολιτεία μας από τούς άλλους ανθρώπους ως προς την πνευματική ανάπτυξη και την τέχνη τού λόγου, ώστε οι μαθητές της έχουν γίνει διδάσκαλοι τών άλλων και κατόρθωσε ώστε το όνομα τών Ελλήνων να είναι σύμβολο όχι πλέον τής καταγωγής αλλά τής πνευματικής ανυψώσεως, και να ονομάζονται Έλληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την ίδια καταγωγή.
Αυτά τα λόγια του Ισοκράτη έχουν γίνει σήμερα μήλο της έριδος για ποικίλες σημασιολογικές ερμηνείες. Πιό συγκεκριμένα η φράση “Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας” χρησιμοποιείται συχνά ως αξίωμα σε συζητήσεις εθνικής κυριαρχίας και -αν μη τι άλλο- εθνικής ταυτότητας με τη μετάφραση “Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας”. Είναι έγκλημα όμως η εκμετάλλευση φράσεων και λέξεων κατά το δοκούν χωρίς επαρκή μελέτη και την απαραίτητη σύνδεση του κειμένου με αυτές. Ας δούμε όμως τι πραγματικά εννοεί ο Ισοκράτης.
Ο Ισοκράτης όπως είπαμε χρειάστηκε περί τα δέκα έτη να ολοκληρώσει τον πανηγυρικό του λόγο. Θέλοντας να ακριβολογήσει, χωρίς να αφήσει κενά ή ασάφειες στο κείμενο του, διάλεξε τις λέξεις μία μία προσεκτικά. Να σημειωθεί ότι η νέα ελληνική γλώσσα, λόγω -εγκληματικής κατά τη γνώμη μου-απλούστευσης, δε μπορεί να αποδώσει επακριβώς τη μετάφραση της αρχαίας ελληνικής στη νέα. Τα κενά που παρουσιάζει λοιπόν η μετάφραση καλούμαστε να καλύψουμε μελετώντας επακριβώς τις λέξεις κλειδιά και την πιθανή ερμηνεία τους.
Στο κείμενο εντοπίζουμε το ρήμα “πεποίηκε” ( > ποιέω-ποιῶ = κατασκευάζω,δημιουργώ, κάνω κάτι, εκτελώ ). Το ρήμα αυτό όταν παίρνει αντικείμενο τελικό απαρέμφατο, στην περίπτωσή μας αντικείμενο είναι το τελικό απαρέμφατο δοκεῖν, μεταφράζεται “κάνω ώστε να”. Το απαρέμφατο δοκεῖν (>δοκέω-δοκῶ ) σημαίνει πιστεύω, θεωρώ, νομίζω .
Ανάλυση 1:
Μπορεί λοιπόν ο Ισοκράτης να είπε ότι Έλληνες θεωρούνται όσοι λαμβάνουν την αττική μόρφωση, αλλά αμέσως πριν με τα ρήματα πεποίηκε (
δημιούργησε την πεποιημένην, πλαστή-φτιαχτή εντύπωση) και δοκεῖν εἶναι (= να φαίνεται ότι είναι, ενώ δεν είναι; ) ίσως υπονοεί ότι αν και συμβαίνει ο καθένας με ελληνική παιδεία να ονομάζεται έλληνας, δεν ισχύει πραγματικά και ούτε το υποστηρίζει. Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ο πανηγυρικός λόγος γράφτηκε προκειμένου να ενώσει τους έλληνες ενάντια στην πολιτική διείσδυση των Περσών στις ελληνικές υποθέσεις, η ερμηνεία αυτή φαίνεται να μας ικανοποιεί.

Ανάλυση 2:
Ο Ulrich Wilcken (Γερμανός ιστορικός) διατυπώνει μία κάπως διαφορετική θεωρία: «Ο Ισοκράτης αναφέρει βέβαια στον «Πανηγυρικό» του (380 π.Χ.) ότι η Αθήνα υπερέχει τόσο πολύ στην σκέψη και τον λόγο. Ωστόσο με την φράση αυτή ο Ισοκράτης δεν θέλει να συμπεριλάβει (όπως υποστηρίχθηκε συχνά) στους Έλληνες και τους εξελληνισμένους αυτούς βαρβάρους, γιατί γι’ αυτόν οι βάρβαροι, ιδιαίτερα οι Πέρσες, εξακολουθούσαν να είναι οι «φυσικοί» εχθροί των Ελλήνων (Πανηγ. παρ. 158, πρβλ. Παναθ. παρ. 163). Το νόημα της φράσεως είναι μάλλον ότι ο Ισοκράτης θεωρεί πραγματικούς Έλληνες μόνον τους Έλληνες εκείνους που είχαν λάβει αττική μόρφωση». Πρέπει δηλαδή, και να έχουν λάβει την αττική μόρφωση και να είναι γεννημένοι έλληνες.
Ανάλυση 3:
Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει πως η μόρφωση είναι ανώτερη της καταγωγής. Υποστηρίζει δηλαδή ότι η φράση “πεποίηκε δοκεῖν εἶναι” δεν κρύβει κάποια αμφιβολία ή εναντίωση στο ότι όποιος μορφώνεται ελληνικά είναι έλληνας. Αυτό υποστηρίζει και ο συγγραφέας Νίκος Σαραντάκος: «Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας (η Αθήνα) τους υπόλοιπους ανθρώπους στη σκέψη και στο λόγο, ώστε οι μαθητές της έγιναν δάσκαλοι των άλλων, και το όνομα των Ελλήνων το έχει κάνει να φανερώνει όχι πλέον τη φυλή αλλά τη διάνοια, με αποτέλεσμα περισσότερο να αποκαλούνται Έλληνες αυτοί που μετέχουν στη δική μας παιδεία παρά στην κοινή καταγωγή». «Τι λέει εδώ ο Ισοκράτης; Ότι πιο άξιοι να καλούνται Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ημετέρας παιδείας παρά όσοι έχουν ελληνική καταγωγή. Ο αλλοδαπός που έχει πάρει την ελληνική παιδεία αξίζει περισσότερο ν’ αποκαλείται Έλληνας απ’ ό,τι ο εκ φύσεως Έλληνας που την αγνοεί. Παναπεί, ο αριστούχος αλβανός είναι απόλυτα άξιος να αποκαλείται έλληνας και επομένως να φέρει την ελληνική σημαία, εφόσον το επιθυμεί. Έτσι λέει ο Ισοκράτης. Πιο άξιος μάλιστα από τα βλαστάρια μας που είναι σκράπες. Ο Ισοκράτης το λέει. [...] Το «δοκώ» με απαρέμφατο έχει ακριβώς τη σημασία «νομίζομαι, θεωρούμαι», όπως λέει το Λίντελ Σκοτ (λ. δοκέω, ΙΙ.5) οι δοκούντες είναί τι=άνθρωποι που θεωρείται ότι είναι κάτι. Και πιο καθαρά, όταν λέει ο Δημοσθένης οι δεδογμένοι ανδροφόνοι εννοεί «οι ευρεθέντες ένοχοι ανθρωποκτονίας», όχι «αυτοί που φαίνονται φονιάδες αλλά δεν είναι» [...]».
Παίζοντας με τις λέξεις οι θεωρίες είναι πολλές. Το “καλεῖσθαι” σαν απαρέμφατο μέσης φωνής, σημαίνει “καλούμαι” και όχι καλώ. Ίσως ο Ισοκράτης να θεωρεί πως οι ίδιοι οι ξένοι καλούν τους εαυτούς τους έλληνες -αυθαίρετα;- έχοντας την ελληνική μόρφωση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ιθαγενείς έλληνες καλούν τους ξένους, έλληνες. Εφόσον όμως ο Ισοκράτης πλέκει το εγκώμιο της Αθήνας και επομένως της αττικής μόρφωσης, γιατί μιλάει για έλληνες και όχι για αθηναίους; Δίκαιη ερώτηση που θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλη σύγχυση. Κατά το Θουκυδίδη, η Αθήνα ήταν η “Ελλάς της Ελλάδος”. Το κέντρο δηλαδή του ελληνικού πολιτισμού. Ο Ισοκράτης λοιπόν, θέλωντας να ενώσει όλους του έλληνες υπό τη σκέπη της Αθήνας, ως πνευματικής τους μητέρας, προσπάθησε στον πανηγυρικό του λόγο να προσδώσει, για πρώτη φορά στην ιστορία, ένα κοινό σημείο αναφοράς για τους έλληνες όλων των πόλεων, τον πολιτισμό. Ο Ισοκράτης θεωρείται ο πατέρας του ελληνικού έθνους αφού είναι ο πρώτος που μίλησε την ανάγκη διατήρησής του.
Η προσπάθεια του Ισοκράτη να ενώσει τους έλληνες και να πατάξει το βαρβαρικό στοιχείο που υπήρχε μέσα και έξω από την ελλάδα, δείχνουν πως σε καμία περίπτωση δε θα δεχόταν να λέγονται έλληνες οι αλλοεθνείς που είχαν λάβει ελληνική μόρφωση. Σήμερα τα λόγια του Ισοκράτη έχουν δυστυχώς κοπεί και ραφτεί στα μέτρα του κάθενός που θέλει να εκμεταλλευτεί τα λόγια μίας εξέχουσας προσωπικότητας των αρχαίων χρόνων για να εξυπηρέτησει αλλότριους σκοπούς. Αν μη τι άλλο, σε εποχές που αναζητούμε την ταυτότητά μας σαν αντίδραση σε ένα περιβάλλον εχθρικό προς το έθνος, πρέπει να είμαστε τουλάχιστον σοβαροί όταν θέλουμε να αναφερθούμε με επιχειρήματα στους αρχαίους έλληνες.                                                                       Πηγή: http://blogreco.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου